συνήθεια

συνήθεια
η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης]
1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις ἔχει δύναμιν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. τρόπος ζωής ή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται ομοιότυπα (α. «τό 'χω συνήθεια να κοιμάμαι λίγο το μεσημέρι» β. «κατὰ συνήθειαν τοῡ προτέρου βίου», Πλάτ.)
3. (κατ' επέκτ.) έθος, έθιμο («είναι συνήθεια στον τόπο μας να γίνεται γλέντι πριν την τελετή τού γάμου»)
νεοελλ.
1. (νομ.) άτυπος, κατ' έθος κανόνας συμπεριφοράς σε ορισμένο κύκλο βιοτικών σχέσεων
2. (ψυχολ.) κάθε τακτικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που απαιτεί ελάχιστη ή και καθόλου σκέψη και είναι περισσότερο αποτέλεσμα μάθησης παρά έμφυτη
3. στον πληθ. οι συνήθειες
(κοινων.) κανόνες ή τρόποι συμπεριφοράς που θεωρείται ότι εκφράζουν τον κοινωνικά παραδεκτό τρόπο ενέργειας, χωρίς όμως να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και χωρίς να συνοδεύονται από ένα σύστημα κυρώσεων ή τυπικού ελέγχου
μσν.
1. στρατιωτικός μισθός
2. μισθός δικαστών ή γραφέων
3. αγώνες που τελούνταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
4. είδος φορολογίας
5. στον πληθ. αἱ συνήθειαι
τα έμμηνα τών γυναικών
μσν.-αρχ.
το φιλοδώρημα που συνήθιζαν να δίνουν, τα τυχερά
αρχ.
1. συναναστροφή, φιλική σχέση («αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι», Ισοκρ.)
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (για ζώα) ο συναγελασμός
4. (κατ' επέκτ.) η αγέλη
5. (για στρατιώτες) τάγμα, λόχος
6. εξάσκηση ή εφαρμογή («πολλῆς δεῑται ἐμπειρίας και συνηθείας», Πολ.)
7. πείρα
8. (σχετικά με λόγο) α) η συνήθης χρήση τής γλώσσας
β) η κοινή γλώσσα
9. λέσχη, συντεχνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνηθεία — συνηθείᾱ , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείᾳ — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηθείας — συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem acc pl συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • συνήθει' — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg συνήθειαι , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήθεια — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθείαι — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηθειῶν — συνήθεια habitual intercourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”